- γερμανικός
- η , ό[ν] 1. немецкий; германский;2. (η ) немецкий язык
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γερμανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Γερμανούς ή στη Γερμανία 2. όποιος προέρχεται από τη Γερμανία … Dictionary of Greek
γερμανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή προέρχεται ή αναφέρεται στη Γερμανία: Το Μόναχο είναι γερμανική πόλη. – Πέθανε από πείνα στη γερμανική κατοχή. 2. το ουδ. ως ουσ., γερμανικά και το θηλ. ως ουσ., γερμανική η γερμανική γλώσσα: Έζησε χρόνια στη Λιψία αλλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανικός, Ιούλιος Καίσαρ — (Julius Caesar Germanicus, 15 π.Χ. – Αντιόχεια 19 μ.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός. Γιος του Νέρωνα Κλαύδιου Δρούσου, αδελφού του Τιβέριου, μετά τον θάνατο του πατέρα του (4 π.Χ.) υιοθετήθηκε από τον θείο του Τιβέριο, τον οποίο συνόδευσε (7 μ.Χ.) στην… … Dictionary of Greek
Βρετανικός, Κλαύδιος Τιβέριος Γερμανικός — (Tiberius Claudius Germanicus Britannicus, Ρώμη 41 – 55 μ.Χ.). Ρωμαίος, γιος του αυτοκράτορα Κλαύδιου και της Μεσσαλίνας. Η Σύγκλητος του έδωσε την ονομασία Βρετανικός μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του πατέρα του εναντίον των Βρετανών (43 μ.Χ.). Η… … Dictionary of Greek
Καλιγούλας, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός — (Gaius Julius Caesar Germanicus Caligula, Άντιο 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (37 41 μ.Χ.). Γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ήταν ο τρίτος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο και τον Τιβέριο. Το όνομα Κ. προέρχεται από… … Dictionary of Greek
Βησιγότθοι — Γερμανικός λαός, ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους των Γότθων (o άλλος ήταν οι Οστρογότθοι). Τον 4ο αι. μ.Χ., οι B., αφού εξασφάλισαν την άδεια να εγκατασταθούν στη Μοισία για να διαφύγουν από τους επερχόμενους Ούννους, επαναστάτησαν και… … Dictionary of Greek
Βουργούνδιοι ή Βουργουνδοί — Γερμανικός λαός του βανδαλικού ή γοτθικού κλάδου. Δεν υπάρχουν ωστόσο σαφείς πληροφορίες για την προέλευσή τους. Πολλοί αρχαίοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως προέρχονται από τους αρχαίους Ρωμαίους. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι Β. κατοικούσαν … Dictionary of Greek
Ιούτοι — Γερμανικός πληθυσμός, πιθανότατα αυτόχθονος της Γιουτλάνδης, που εγκαταστάθηκε στη Βρετανία τον 5o και τον 6o αι. μ.Χ … Dictionary of Greek
Ντόναρ — Γερμανικός θεός αντίστοιχος προς τον σκανδιναβικό Θωρ, το όνομα του οποίου σήμαινε «βροντή». Γιος του Όντιν και της Γερντ (Γης), παριστανόταν με τη μορφή γίγαντα με κόκκινη γενειάδα και τρομερή φωνή. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν το μαγικό … Dictionary of Greek
Σάξονες — Γερμανικός λαός, που κατοικούσε μεταξύ του Ρήνου και του Έλβα, και είχε παραφυάδες στην Αγγλία ύστερα από μεταναστεύσεις που έγιναν τον 5o και 6o αι. Ειδωλολάτρες και απρόσιτοι στις χριστιανικές ιεραποστολές, αφού αποτέλεσαν για δύο αιώνες απειλή … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek